Ἀρίσταρχος

Ἀρίσταρχος
Аристарх, спартанец, градоначальник в Византии

Ancient Greek-Russian simple. 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "Ἀρίσταρχος" в других словарях:

  • Ἀρίσταρχος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρίσταρχος — rule in the best way masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρίσταρχος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τραγικός ποιητής από την Τεγέα (τέλη 6ου – τέλη 5ου αι. π.Χ.). Ήταν σύγχρονος αλλά μεγαλύτερος στην ηλικία από τον Ευριπίδη. Κατά τη Σούδα πήρε μέρος σε δραματικούς αγώνες για πρώτη φορά το 454 π.Χ., έγραψε 70… …   Dictionary of Greek

  • Ἀριστάρχω — Ἀρίσταρχος masc nom/voc/acc dual Ἀρίσταρχος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστάρχω — ἀρίσταρχος rule in the best way masc nom/voc/acc dual ἀρίσταρχος rule in the best way masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀριστάρχοιν — Ἀρίσταρχος masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστάρχοιν — ἀρίσταρχος rule in the best way masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀριστάρχοις — Ἀρίσταρχος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστάρχοις — ἀρίσταρχος rule in the best way masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀριστάρχου — Ἀρίσταρχος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστάρχου — ἀρίσταρχος rule in the best way masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»